λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

66. Jens Ingvald Bjørneboe: Χιροσίμα


Το τραγούδι της Χιροσίμα

Ήταν ένα όμορφο πρωινό
στην πόλη της Χιροσίμα,
ένα καλοκαιρινό πρωινό του 1945.
Ο ήλιος έλαμπε
σ' ένα γαλάζιο ανέφελο ουρανό
εκείνο το καλοκαιρινό πρωί του 1945.

Τα κοριτσόπουλα παίζανε
ανάμεσα στα δέντρα και στους κήπους
κάνοντας ό,τι κάνουν κι οι μεγάλοι.
Στολίζαν τις κουκλίτσες τους,
χτένιζαν με φροντίδα τα μαλλιά τους.
Οι γυναίκες κόβαν το ψωμί στις κουζίνες.

Και πολλά μικρά παιδιά
κοιμόνταν ακόμα στα κρεβατάκια τους
γιατί ήταν νωρίς το πρωί.
Ο ήλιος ήταν όμορφος και ζεστός,
η δροσιά απλωνόταν στα λιβάδια
και τα λουλούδια ανοίγανε τα φύλλα τους.

Ήταν ένα όμορφο πρωινό
στην πόλη της Χιροσίμα
εκείνο το καιλοκαιρινό πρωί του 1945.
Κι ο ήλιος έλαμπε
στον γαλάζιο και ανέφελο ουρανό
το καλοκαιρινό πρωινό του 1945.

Γενς Μπιέρνεμπε

Μετάφραση: Γιώργος Χριστογιάννης

από την ανθολογία Νορβηγοί ποιητές 1900-1985
Εκδόσεις: Εστία, 1985

*
Φωτ: theodora.com
Το Μουσείο Ειρήνης στο κέντρο της Χιροσίμα.

Ετικέτες , ,

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

65. Δημήτρης Γαλάνης: Χιλή


Εδώ Χιλή

Τηλεφωνούσε ένα χελιδόνι:
- Μίστερ Κίσσιγκερ...
Εδώ Χιλή.

Δε βλέπω δίχως τα γυαλιά
του Αλλιέντε.

Κικιρίκου ο πετεινός
κι ακόμα να χαράξει στον κόσμο.

Από το βιβλίο Εξέδρα
Αθήνα, 1973
*
Φωτ: marginalrevolution.com, από .travelblog.org
H έρημος Ατακάμα, στη βόρεια Χιλή.


Ετικέτες , ,

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

64. María Mercedes Carranza: Μπογκοτά



Bogotá, 1982

Κανείς δεν κοιτάζει τον άλλο στο πρόσωπο
Απ' το Βορρά ως το Νότο δυσπιστία: υποψίες
μες στα χαμόγελα και την επιτηδευμένη ευγένεια.
Σκοτάδι ο αέρας και φόβος
σε όλες τις πόρτες και τους ανελκυστήρες, στα κρεβάτια.
Πέφτει μια χαλαρή βροχή
όπως σ' έναν κατακλυσμό: πόλη του κόσμου
που δεν θα γνωρίσει ποτέ την ευτυχία.
Απαλές μυρωδιές που μοιάζουν με τις αναμνήσεις
μετά από τόσο πολλά χρόνια που είναι στον αέρα.
Μισοφτιαγμένη πόλη, πάντα στα πρόθυρα να μοιάσει με κάτι
όπως ένα κορίτσι στην αρχή της εμμηνόρροιας,
ανασφαλής, χωρίς καμιά ομορφιά.
Μέσα σ' αυλές του δέκατου ένατου αιώνα με γεράνια
όπου γηραιές κυρίες ακόμα σερβίρουν σοκολάτα
προαύλια κατοικιών
κατοικημένα από βρωμιά και πόνο.
Στους απότομους και πάντα σκοτεινούς δρόμους
—ένα αδιάφανο φως φιλτραρισμένο σαν από αλαβάστρινα ελάσματα—
εμφανίζονται σκηνές τόσο γνωστές όσο ο θάνατος και ο έρωτας.
Αυτοί οι δρόμοι είναι οι λαβύρινθοι εκεί που πρέπει να ανιxνεύσω
όλα τα βήματα που στο τέλος είναι όλη η ζωή μου.
Γκρίζοι οι τοίχοι και τα δέντρα,
και ο αέρας απ' την κορφή ως τα νύxια των κατοίκων.
Μακριά, το πράσινο υπάρχει, ένα πράσινο μεταλλικό και γαλήνιο,
ένας πράσινος Patinir με λίμνη ή ποταμό,
και πίσω από τα βουνά μπορεί κανείς να δει τον ήλιο.
Η πόλη που αγαπώ μοιάζει πολύ με τη ζωή μου
μας ενώνει η κόπωση και η πλήξη της συμβίωσης
αλλά και οι αναντικατάστατες συνήθειες και ο αέρας.

Μαρία Μερσέντες Καράνθα

Μετάφραση: Γιάννης Καρατζόγλου

από το Εντευκτήριο, τ.88 / Ιανουάριος 2010

*
Φωτ: computerweekly.com

Ετικέτες , ,

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

63. Ted Hughes: Νέο Μεξικό - Σπήλαια Κάρλσμπαντ


Σπήλαια Κάρλσμπαντ

Είχαμε δει τις νυχτερίδες στα σπήλαια του Κάρλσμπαντ,
παχιές σαν μαλλιαρός καπνός σε καμινάδες,
μεγαλύτερες κι από καθεδρικούς ναούς. Είχαμε κάνει τους εαυτούς μας κουκκίδες
στον ορίζοντα του τέλειου κόσμου τους και των κλειστών τους υπάρξεων. Προφανώς ήταν όλες ευτυχισμένες -

τόσο ευτυχείς που δεν είχαν επίγνωση της ευτυχίας τους,
τόσο απασχολημένες μ' αυτό, τόσο περήφανες,
γαντζωμένες ανάποδα απ' τους πέτρινους ουρανούς τους.

Ύστερα κοιτάξαμε τα ρολόγια μας. Η εμπροσθοφυλακή των νυχτερίδων,
ακριβέστατη, άρχισε να τρεμοπαίζει και να στριφογυρίζει
στο πελώριο στόμα του σπηλαίου.

Εκείνο ήταν το αμφιθέατρο μας, όπου οι νυχτερίδες ήταν το έργο.
Μερικές τρεμόπαιζαν κι έπειτα πύκνωσαν - ένα εκατομμύριο -
ώσπου η κρίσιμη αναβράζουσα μάζα ξεκόλλησε από το μαγνήτη

κάτω απ' τη γη. Οι νυχτερίδες άρχισαν να πετάγονται έξω -
να σκορπίζουν, σαν καπνός, σαν κύμα
κι αυτό κράτησε μισή ώρα, ένας ανοδικός χείμαρρος

από εκατομμύρια διαφορετικές νυχτερίδες.

[....]Οι νυχτερίδες είχαν πρόβλημα.

Με τις φτερούγες πάνω απ' τα κεφάλια τους σαν πτυσσόμενες ομπρέλες
βούτηξαν από ψηλά
ίσια πίσω στο σπήλαιο - ολόκληρο το σύννεφό τους.

Με απέραντο κουρελιασμένο σώμα το τζίνι
ξανάμπαινε στο λυχνάρι του. Σ' όλον το Νότο
η καταιγίδα άστραφτε και σερνόταν σαν πόλεμος.
Είχαν τα μάτια τους ανοιχτά, εκείνες οι νυχτερίδες. Σ' αντίθεση μ' εμάς
γνώριζαν πώς, και πότε, ν' αποσπαστούν
από τον έρωτα που κινεί τον ήλιο και τ' αστέρια.

Τεντ Χιουζ
(Edward James Hughes)


Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου

από το βιβλίο Τεντ Χιουζ, Γράμματα γενεθλίων
Εκδόσεις: Μελάνι, 2004
*
Φωτ: commons.wikimedia.org
Από την Αίθουσα των Γιγάντων, στα σπήλαια του Κάρλσμπαντ,
στο Νέο Μεξικό.

Ετικέτες , ,