λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

62. Patrick MacGrath: Νέα Υόρκη



Η χρονιά της κρεμάλας

Όλη μου τη ζωή την έζησα στη Νέα Υόρκη. Και, παρότι ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, θυμάμαι ακόμη την εποχή που όλα ήταν ξένοιαστα' τότε που το Μανχάταν ήταν γεμάτο αγροκτήματα και περιβόλια που ξεχείλιζαν γαλήνη. Τότε που, όπως έλεγαν, οι ταξιδιώτες οι οποίοι διέσχιζαν το Νάροουζ μπορούσαν να μυρίσουν το νησί, την ευωδιά από τα αγριολούλουδα και τα οπωροφόρα δέντρα του από το πλοίο ακόμη.

Η ίδια η πόλη απλωνόταν στα νότια: κτίρια φτιαγμένα από τούβλο, με τις οξυκόρυφες βαθμιδωτές στέγες τους, τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο σε σκιερούς, λιθόστρωτους δρόμους γεμάτους δέντρα, σκεπές από κεραμίδι και ξύλο σε διάφορα χρώματα. Στις αποβάθρες μας συνωστίζονταν τεράστια εμπορικά πλοία από κάθε γωνιά του κόσμου και οι έμποροί μας πλούτιζαν, ενώ μαζί τους άνθιζαν ένα σωρό επαγγέλματα και τέχνες. Ο πατέρας μου, επιπλοποιός με σταθερή δουλειά και πελατεία στα χρόνια της ευημερίας, πέρασε δύσκολα μόνο όταν έκλεισε το λιμάνι. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό του Ουάσινγκτον και έφυγε για τα βόρεια, εκεί όπου τα στρατεύματα πολιορκούσαν τους Βρετανούς στην κατεχόμενη Βοστόνη. Το σπίτι μας βρισκόταν στη δυτική πλευρά της πόλης, στην οδό Λάμπερτ, πίσω από την παλιά εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Εμένα, πάντως, μου φαινόταν ότι ζούσαμε κάτω από τη σκιά της και αυτό γιατί, όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να περιπλανιέμαι μοναχός ανάμεσα στις μισογερμένες ταφόπλακες, που σε κάποια σημεία παραβίαζαν τα όρια του κήπου πίσω από το σπίτι μας, εκεί όπου βρίσκονταν το κοτέτσι και τα ζαρζαβατικά τα οποία καλλιεργούσε η μαμά. Το αγαπούσα αυτό το σπίτι. Το είχε χτίσει ο μπαμπάς μου με τα ίδια του τα χέρια και, παρότι δεν ήταν παρά ένα ταπεινό σπιτάκι, στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ολόκληρη έπαυλη. Στα βόρεια βρίσκονταν έλη και χωράφια, χαμηλοί γκρεμοί ορθώνονταν πάνω από την κοίτη του ποταμού και βάρκες για την αλιεία των στρειδιών έστεκαν δεμένες στις όχθες. Πάνω από την οδό Γουόρεν, τα βοσκοτόπια ήταν γεμάτα με κοπάδια από αγελάδες και το καλοκαίρι το χορτάρι έφτανε μέχρι τημέση σου. Στα νότια, το λιμάνι.. Πολλές φορές διασχίζαμε με τη μαμά το νησί, για να πάμε να δούμε τα μεγάλα πλοία να αγκυροβολούν στις αποβάθρες του Ιστ Ρίβερ.

Πάτρικ Μακ Γκράθ

Μετάφραση: Μαρία Παπαγιάννη

από το βιβλίο Νέα Υόρκη, Πόλη των φαντασμάτων
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, 2006
*
Φωτ: paulmcgeheeart.com (Old New York Harbor -
"The Gateway to the New World" by Paul McGehee)


Ετικέτες , , ,

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

61. Λέανδρος Παλαμάς: Μόντρεαλ


Άνοιξη στο Μοντρεάλ

Στης πεδιάδας την ολόχλωρη σκεπή
ένα πουλάκι τραγουδούσε μόνο'
ξένο τραγούδι, κ' η φωνή του αλαργινή,
όμως τον ίδιο μού γεννούσε πόνο.

Κάτου στο χόρτο, το πολύ-πολύ χλωρό,
ένα λουλούδι δίχως μύρο ανθούσε'
το αγνώριστο λουλούδι μέσα στον αγρό
την ίδια τη λαχτάρα μου ξυπνούσε.

Ποιος τόλπιζε σ'αυτούς εδώ στους βορεινούς
τόπους χλωρά ν'ανθούνε καλοκαίρια,
και για έρωτες τόσο, τόσο μακρυνούς,
των κοριτσιών να σμίγουνε τα ταίρια;

Ποιος τόλπιζε στου τόπου εδώ του αλαργινού
τα χλωρά τόσο, τόσο καλοκαίρια,
πως είναι ακόμα κι απ' τα χιόνια του βουνού
των κοριτσιών λευκότερα τα χέρια;

Ένα πουλάκι αόρατο, στην ξενιτειά,
στο χώμα κάτου εν' άγριο λουλούδι,
που άνθιζεν ύστερα από τόση χειμωνιά -
και του πουλιού ήταν πρώτο το τραγούδι...

Πιο πέρα, μες στου ποταμού την αγκαλιά,
ένα στενό μονόξυλο αρμενίζει,
ένα κορίτσι με πολύ ξανθά μαλλιά
μέσα στο κύμα το κουπί βυθίζει...

Πρωτόφαντα για μένα τάχα ήταν αυτά;
Κ' ήταν σαν ξένα που έτσι τ' αγαπούσα;
Ή με γυρίζαν πίσω, πίσω στα παλιά,
και τη σβησμένη τη ζωή μου ζούσα;

Τάχα της μνήμης ήταν ζωγραφιά γλυκειά;
Του αγνώριστου την όψη είχα αντικρύσει;
Ξένα ή δικά μου κι αν δεν ήταν όλα αυτά,
όμως τα μάτια εμένα είχαν δακρύσει,

στου τόπου πέρα, πέρα εκεί του βορεινού
που ανθούν έτσι χλωρά τα καλοκαίρια,
που κι απ' αυτούς είναι τους πάγους του βουνού
των κοριτσιών λευκότερα τα χέρια.

από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη (τόμος 2ος)
Έκδοση: Τα Νέα Ελληνικά, 1972

*
Φωτ: world66.com

Ετικέτες , ,

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

60. Christopher Isherwood: Άμστερνταμ


Ο κύριος Νόρις αλλάζει τραίνα

«Ξέρω το Άμστερνταμ αρκετά καλά.» Ο κύριος Νόρρις έτριψε το σαγόνι του με μια νευρική, φευγαλέα χειρονομία. Είχε μια τέχνη να το κάνει αυτό, καθώς και στο να ανοίγει το στόμα του σε μια γκριμάτσα βρυχηθμού χωρίς καθόλου θηριωδία, σαν ένα γέρικο λιοντάρι σε κλουβί. «Ναι, πολύ καλά».
«Θα ήθελα πάρα πολύ να πάω εκεί. Πρέπει να 'ναι τόσο ήσυχα και ειρηνικά».
«Αντιθέτως, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι είναι μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις της Ευρώπης».
«Αλήθεια;»
«Μάλιστα. Αν και είμαι βαθιά δεμένος με το Άμστερνταμ, πάντα θα υποστηρίζω ότι έχει τρία μοιραία μειονεκτήματα. Κατ' αρχάς, οι σκάλες είναι τόσο απότομες σε πολλά από τα σπίτια ώστε μόνον ένας επαγγελματίας ορειβάτης μπορεί να τις ανεβεί χωρίς να ριψοκινδυνέψει να πάθει συγκοπή ή να σπάσει κάνα λαιμό. Δεύτερον, υπάρχουν οι ποδηλάτες. Αυτοί σίγουρα κυριαρχούν στην πόλη και φαίνεται να το 'χουν κάνει τιμή τους να οδηγούν χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ζωή. Παρά τρίχα τη γλίτωσα μόλις σήμερα το πρωί. Και τρίτον, είναι τα κανάλια. Το καλοκαίρι, ξέρετε... τελείως ανθυγιεινά. Ω, τελείως ανθυγιεινά. Δεν μπορώ να σας πω τι έχω υποφέρει. Για βδομάδες ολόκληρες είχα συνεχώς πονόλαιμο».

Μέχρι να φθάσουμε στο Μπενθέιμ, ο κύριος Νόρις μου είχε δώσει μια διάλεξη γύρω απ' τα μειονεκτήματα των περισσοτέρων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Με κατέπληξε το πόσο πολύ είχε ταξιδέψει. Είχε υποφέρει από ρευματισμούς στη Στοκχόλμη και από τις ξηρασίες στις Κάνες' στη Ρήγα είχε βαρεθεί, στη Βαρσοβία τού είχαν φερθεί με απόλυτη αγένεια, στο Βελιγράδι στάθηκε αδύνατο να βρει τη μάρκα της οδοντόκρεμας που προτιμούσε. Στη Ρώμη τον ενοχλούσαν τα κουνούπια, στη Μαδρίτη οι ζητιάνοι, στη Μασσαλία οι κόρνες των ταξί. Στο Βουκουρέστι είχε ζήσει μια υπερβολικά δυσάρεστη εμπειρία με τις τουαλέτες. Την Κωνσταντινούπολη την είχε βρει ακριβή και χωρίς γούστο. Οι μοναδικές δυο πόλεις που αποδεχόταν ανεπιφύλακτα ήταν το Παρίσι και η Αθήνα. Ιδιαίτερα η Αθήνα. Η Αθήνα ήταν η πνευματική του πατρίδα.

Κρίστοφερ Ίσεργουντ

Μετάφραση: Ματίνα Μάντζιου

από το βιβλίο Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα
Εκδόσεις: Αστάρτη, 1984
*
Φωτ: INVIV0, από deviantart.com)

Ετικέτες , ,