λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

94. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: Καντώνα (ή Γκουανγκτζόου)


Ένα άδειο κρεβάτι στην Κίνα

Αφήσαμε τη Σου Τσι Τσιν ν' αναπαυθεί, ακόμη δεν είχε νυχτώσει για καλά, πήραμε τους δρόμους, να ιδούμε κι από μόνοι μας την Καντώνα.

Είναι πάντα μια μικρή ηδονή, μπορεί και μεγάλη, άγνωστος ανάμεσα σ' αγνώστους να γυροφέρνεις μια πολιτεία. Είναι μια σμίξη περίπου ερωτική, η πρώτη σμίξη. Οι δρόμοι ξετυλίγονται ατέλειωτοι, χλιαροί και θαμποφωτισμένοι. Τα μαλακά παπούτσια από τσόχα ή κάτι παρόμοιο, αφήνουν απάνου στα πεζοδρόμια ένα λαχανιασμένο σούρσιμο, καθώς από κυνηγημένα ερπετά. Τα καταστρώματα είναι γεμάτα ποδήλατα, ρίκσας και φαρδιές ταλίκες, που τις τραβούν αποκαμωμένα άλογα ή ένα σμάρι ιδρωμένοι άνθρωποι, τρεις από δω, τρεις από κει, φορτωμένες φτηνές πραμάτιες. Άλλοτε η πιο φτηνή πραμάτια, σε τούτη την πολιτεία είταν η γυναίκα. Δεν πρόφταινε το κορίτσι να δέσει καρπό και γινόταν το λάφυρο του καθενός.

[....] Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά, το πλήθος μπαινοβγαίνει ακαταπόνητο, έτσι σα να μην έχει σε τούτον τον κόσμο άλλον προορισμό, να μπαινοβγαίνει. Δεξόζερβα παρακλαδίζουν δρομάκια στενά, σκοτεινά, στριφογυριστά, συχνά αδιέξοδα, τα δρομάκια της αρχαίας Κίνας, όπου ο άνθρωπος χάνει τον άνθρωπο κι όλοι τον εαυτό τους.

Από τη Νέα Εστία - τχ.916
Σεπτέμβριος 1965
*
Φωτ: english.people.cn
Καντώνα (Guangzhou): o Ποταμός των Μαργαριταριών

Ετικέτες , ,

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

93. Marguerite Duras: Πνομ Πενχ


Ο εραστής

Δεν ξέρω ποιος τράβηξε τη φωτογραφία της απόγνωσης. Εκείνη όπου στεκόμαστε στην αυλή του σπιτιού μας στο Ανόι. Ίσως ο πατέρας μου για μια τελευταία φορά. Σε λίγους μήνες θα επιστρέψει στη Γαλλία για λόγους υγείας. Λίγο πριν θ' αλλάξει πόστο, θα διοριστεί στην Πνόμ-Πενχ. Θα μείνει μερικές εβδομάδες. Θα πεθάνει σε λιγότερο από ένα χρόνο. Η μάνα μου θα αρνηθεί να τον ακολουθήσει στη Γαλλία, θα μείνει εκεί που βρίσκεται. Στην Πνομ-Πενχ. Στην έξοχη κατοικία που βλέπει τον Μεκόνγκ, το παλιό παλάτι του βασιλιά της Καμπότζης, στη μέση του τρομαχτικού πάρκου, εκεί όπου η μάνα φοβάται. Κοιμόμαστε και οι τέσσερις στο ίδιο κρεβάτι. Λέει πως φοβάται τη νύχτα. Σ' αυτό το σπίτι η μάνα μου έμαθε για το θάνατο του πατέρα μου. Θα το καταλάβει μια μέρα πριν το τηλεγράφημα, από ένα σημάδι που μόνο αυτή είδε κι άκουσε: από το πουλί που λάλησε ξετρελαμένο μέσα στη μαύρη νύχτα, χαμένο στο γραφείο του πατέρα μου στη βόρεια πτέρυγα του παλατιού. Κι ήταν στο ίδιο σπίτι, λίγες μέρες μετά το θάνατο του πατέρα μου, που η μάνα μου αντίκρισε μπροστά της το φάντασμα του πατέρα της, του δικού της πατέρα. Ανάβει το φως. Τον βλέπει. Στέκεται κοντά στο τραπέζι, ορθός μέσα στο τεράστιο οκτάγωνο σαλόνι του παλατιού. Την κοιτάει. Θυμάμαι ένα ουρλιαχτό, ένα απελπισμένο κάλεσμα. Μας ξύπνησε, μας διηγήθηκε την ιστορία, το τι φορούσε, το γκρίζο κυριακάτικο κοστούμι του, πώς στεκόταν, το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Λέει: τον φώναξα όπως όταν ήμουν μικρή. Λέει: δεν φοβήθηκα. Έτρεξε προς την οπτασία που εξαφανιζόταν. Οι δυο τους πέθαναν σε μέρες και ώρες των πουλιών, των εικόνων. Από κει ξεκινάει χωρίς αμφιβολία ο θαυμασμός μας για τις γνώσεις της μάνας μας, για τα τόσα που ήξερε για όλα τα πράγματα, ακόμα και για το θάνατο.

Μαργκερίτ Ντυράς

Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου

από το βιβλίο Εραστής
Εκδόσεις: Εξάντας, 1985
*
Φωτ: Gnosis

Πνομ Πενχ, ο ποταμός Μεκόνγκ

Ετικέτες , ,

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

92. Max Dauthendey: Κευλάνη (Σρι Λάνκα)


Ο κήπος δίχως εποχές

Από το πρωί ίσαμε αργά τ' απόγεμα, ένας μικρός σιδερόδρομος με γρανάζια, στην Κεϋλάνη, ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στην πολιτεία του Κολόμπο, κάτω στη θάλασσα, και στα τελευταία σπίτια του Νουβάρα-Ελίγια, πάνω στην κορφή του βουνού. Ανεβαίνοντας, βλέπει κανένας να χάνουνται πέρα στο βάθος οι κανελλόκηποι του Κολόμπο. Τα πράσινα αμφιθέατρα που σχηματίζουν οι φουντωμένες φυτείες του τσαγιού και οι ταράτσες των χωραφιών που είναι σπαρμένα με ρύζι, βουλιάζουν σαν ανοιγμένες ομπρέλλες πλάι στις ανηφορικές ράγες. Κάμποι με ασημένιες λίμνες αστράφτουν σαν πελώριες θαλασσινές μαργαριτομάννες. Πύργοι έρημων αρχαίων ναών υψώνουνται σαν καλαμιές στους όχτους. Μυτερές βουνοκορφές, που σχηματίζουν κώνους, κυκλώνουν σα γαλάζιες πυραμίδες τον ορίζοντα, και το Adams Peak ρίχνει την ξακουστή τρίγωνη σκιά του ως το ηλιοβασίλεμα, παρόμοια μ' ένα γιγάντιο δείχτη ηλιακού ρολογιού, πάνω από τα μεσόγεια της Κεϋλάνης, που τήνε λένε λαμπερό νησί.

Λίγο προτού πέση ο ήλιος, το τραίνο φτάνει πάνω στις βουνοσειρές, δεκατέσσερις χιλιάδες πόδια ψηλά, ανάμεσα σε σιωπηλά δάση από βρύα, κι' άλλα μεγαλύτερα από πρασινισμένα δέντρα, που τα πνίγουν κι' αυτά οι αγριάδες. Οι σωροί των δέντρων φυτρώνουν ο ένας πλάι στον άλλο, ασάλευτοι σαν γκρίζα πετρώματα, σα να στηρίζουνταν, λες, μέσα στον ψυχρό κι' ανάλαφρο αγέρα, από το φόβο μη λάχη, καθώς στέκουνται έτσι στις απότομες κείνες πλαγιές, πάνω στ' αθώρητα ύψη, και τα πιάση κανένας ίλιγγος και κατρακυλήσουν βαθειά, κάτω στην άβυσσο.

Μαξ Ντότεννται

Μετάφραση: Λέων Κουκούλας

Από την Νέα Εστία - τχ. 145
Ιανουάριος 1933
(αρχείον ΕΚΕΒΙ)

*
Φωτ: defence.pk, by Kanna
Σρι Λάνκα, Κολόμπο

Ετικέτες , ,