λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

151. Γιάννης Κοντός: Πράγα


Στην Πράγα

Αυτές τις μέρες θα μαζέψω τα υπάρχοντά μου (δηλαδή τα γυαλιά μυωπίας) και θα πάω στο σπίτι του Κάφκα. Είναι εδώ στην Αθήνα. Το έχω εντοπίσει από χρόνια. Τώρα λειτουργεί ως χαρτοπαιχτική λέσχη. Γλιστράω μέσα με μαύρα ρούχα, για να μη διακρίνομαι. Κατευθύνομαι στα τραπέζια με τη χωρίστρα μου βαθιά μαχαιριά. Προσποιούμαι ότι παρακολουθώ το παιχνίδι, με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες μουγκά. Δε με προσέχει κανείς. Κάποιος σκοντάφτει στο μέρος που στεκόμουνα. Έχω προχωρήσει μέσα στις σκιές, ψάχνω το καμαράκι του Κάφκα. Βαδίζω στα τυφλά, γιατί έχει γίνει διακοπή ρεύματος. Επιτέλους, διακρίνω το ποτήρι με το γάλα του. Να καίει κερί, να ακούγεται προσευχή. Εκείνη τη στιγμή που ο καπνός του ονείρου έπαιρνε το μυαλό, σπάσαν τα γυαλιά μου. Μένω μετέωρος και στο ίδιο σπίτι — στο ίδιο ποίημα —, πετάγεσαι εσύ πίσω από την πόρτα, πίσω από τα φυλλώματα. Με δαγκώνεις, με φιλάς, μου τραβάς τα ρούχα και βγαίνουν οι ξέρες του δέρματος από το νερό. Το σκληρό δέρμα μαλακώνει, βγάζει χορταράκι του Θεού, αγαπιέται: «ήρθα με το τρένο σήμερα». Έκλαιγες και τα μαλλιά σου γεμάτα χώματα από τον τελευταίο θάνατο. Έβλεπα τις φλέβες να αστράφτουν στο σκοτάδι, το σώμα να βρέχεται από παντού. Μετά μέρες έβρεχε, οι άλλοι παίζανε χαρτιά, τα βρύα ζώσανε το σπίτι. Άρχισε να τρίζει. Χρόνια μετά, έσκυψα σήκωσα το ποτήρι, το έβαλα στη θέση του.

από το βιβλίο του Γιάννη Κοντού Ανωνύμου μοναχού
Εκδόσεις: Κέδρος, 1983
(αναδημοσιεύθηκε στις 53 φωνές του 1986)
*
η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Κ.


Ετικέτες , , ,

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

150. Τόμας Μπέρνχαρντ: Βιέννη


Χωρίς τίτλο

Διέσχιζα τους δρόμους σαν να είχα μόλις ξεφύγει από έναν εφιάλτη, γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, και κατευθυνόμουν προς τό κέντρο της πόλης, και όσο περπατούσα δεν ήξερα τι με τραβούσε στο κέντρο της πόλης, ενώ ήξερα πως αν ήθελα πραγματικά να γυρίσω στο σπίτι μου θα έπρεπε να γυρίσω την πλάτη μου προς το κέντρο της πόλης, είπα χωρίς αμφιβολία επομένως πως δεν ήθελα, τουλάχιστον τώρα, να γυρίσω σπίτι μου, και αναρωτιόμουν γιατί δεν έμεινα, όπως τους άλλους χειμώνες, στο Λονδίνο, και ήταν τέσσερις η ώρα το πρωί και προχωρούσα προς το κέντρο της πόλης, παρ' όλο που θα έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι μου, κι έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν θα 'πρεπε να έχω αφήσει το Λονδίνο, και περπατούσα πάντα προς το κέντρο της πόλης, και όχι προς το σπίτι μου, και έλεγα μέσα μου πως το Λονδίνο πάντα μου έφερνε τύχη, και η Βιέννη πάντα ατυχία, και περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα, σαν να ήθελα σήμερα, στη δεκαετία του ογδόντα, να ξεφύγω για μία ακόμη φορά από την δεκαετία του πενήντα, για να καταφύγω στους κινδύνους, την αταξία και την αμηχανία της δεκαετίας του ογδόντα, και ξαφνικά σκεφτόμουν πως αντί να πάω σ' αυτό το αλλοπρόσαλλο δείπνο καλλιτεχνών, θα προτιμούσα να βυθιστώ στον Γκόγκολ μου, στον Πασκάλ μου ή στον Μονταίνιε μου, και σκεφτόμουν περπατώντας συνέχεια πως προσπαθώ να ξεφύγω από αυτόν τον εφιάλτη του Άουερσμπεργκ πάντα κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης και έτσι, με μία εντυπωσιακή ενεργητικότητα, ξέφευγα από τον εφιάλτη του Άουερσμπεργκ, και καθώς κατευθυνόμουν προς το κέντρο της πόλης και σκεφτόμουν, προσπαθώντας πάντα να ξεφύγω, πως ξεφεύγω απ' αυτήν την πόλη, και πως όσο άσκημη και να μου φαίνεται, όσο κι αν πάντα μου φαινόταν, δεν παύει να είναι για μένα η καλύτερη πόλη, πως αυτή η Βιέννη που μισώ, που πάντοτε μισούσα, έγινε ξαφνικά η καλύτερη, η καλύτερή μου Βιέννη, και πως αυτοί οι άνθρωποι που πάντοτε μισούσα, που μισώ και που πάντα θα μισώ, δεν παύουν να είναι οι καλύτεροι άνθρωποι, αλλά τους μισώ, γιατί όμως να είναι τόσο παθητικοί, και πως μισώ την Βιέννη, αλλά πως στο κάτω κάτω, είναι κι αυτή παθητική, και πως μισώ τους ανθρώπους, αλλά και πως δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου να τους αγαπά, και πως μισώ την Βιέννη, αλλά και πως πρέπει ταυτόχρονα να την αγαπώ, παρ' όλα αυτά, και ενώ περιπλανιόμουνα ήδη διασχίζοντας το κέντρο της πόλης, σκεφτόμουν πως αυτή η πόλη, ό,τι και να κάνω είναι η πόλη μου, και πως αυτοί οι άνθρωποί μου, είναι οι άνθρωποί μου, και πως πάντα θα είναι οι άνθρωποί μου, και περπατούσα, περπατούσα και σκεφτόμουν πως τελικά κατάφερα να ξεφύγω από όλη αυτή την ασχήμια, ακόμη κι απ' αυτή την ασχήμια αυτού του λεγόμενου δείπνου των καλλιτεχνών της Γκεντσγκάσε, αλλά πως πρέπει να γράφω κάτι γι' αυτό το λεγόμενο δείπνο καλλιτεχνών της Γκεντσγχάσε, δεν ξέρω όμως τι, και πως απλώς θα 'πρεπε να γράφω κάτι γι' αυτό, και περπατούσα, περπατούσα και σκεφτόμουν, πως θα κάτσω αμέσως να γράφω γι' αυτό το λεγόμενο δείπνο των καλλιτεχνών της Γκεντσγχάσε, λίγη σημασία έχει τι θα βγει, απλώς θα παρηγορηθώ αυτόματα, γράφοντας, αμέσως, θα γράφω γι' αυτό το δείπνο των καλλιτεχνών της Γκεντσγχάσε, αμέσως σκεφτόμουν, αυτή τη στιγμή και, χωρίς διακοπή, περπατώντας πια μέσα στο κέντρο της πόλης, αυτόματα σκεφτόμουνα, αμέσως, αυτόματα, αυτόματα, πρίν να είναι πολύ αργά.

Thomas Bernhard

Μετάφραση: Πλάτων Μαυρομούστακος

από την λέξη, τχ. 94
Μάης '90
*
Φωτ: flickr.com, από magistr_01

Ετικέτες , ,