λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

180. Ξάνθος Μαϊντάς: Πήλιο


Πήλιο 87

Σβήνουν τα τελευταία λιθόστρωτα.
Πέτρες στρογγυλεμένες, αιώνες στην τριβή,
σκληρό το μέταλλο στην οπλή του αλόγου
και πώς χάνονται τα ίχνη που αφήσαμε κάποτε
αργά, μέρα τη μέρα, μέσα στο χώμα και το νερό.

Έτσι σκυφτή μονολογούσες
τη νύχτα εκείνη που σηκώθηκε αέρας
κι όλοι είχαν τρομάξει
πως θα ρήμαζε τα σπίτια, τις σοδειές
και πως θα τσάκιζε τα δέντρα στην πλατεία.
Λίγο πριν φύγεις το 87.

Από τότε πολλές καταιγίδες
μέτρησαν την αντοχή μας
μα ακόμη βλέπω τον μεγάλο πλάτανο
άλλοτε ν' αγκαλιάζει
κι άλλοτε γυμνός να σπαράζει τα λόγια σου.

Από το Οροπέδιο, τχ. 2
Χειμώνας 2006-2007

Ετικέτες , ,

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

179. Γιάννης Σκαρίμπας: Χαλκίδα


Χαλκίδα

Να 'ν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάη ο νότος
κι' εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη!
ν' απορώ αν δεν είμαι – μέσα στην ασβόλη –
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε –είπα– ο νότος κι' έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα...

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοί μου οι κόποι
πάν' σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
ως θερία, ως δέντρα – αναγλυμένοι – ως ψάρια
τα όνειρά μου (μούμιες) κι' οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι' είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη να'σαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έτσι να ΄'ν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
και με πίλο κλώουν να γελάς, Χαλκίδα:
Αχ, νεκρόν στό χώμα – να φωνάζης – είδα
έναν μου ακόμη πιερότο!

Από την Ανθολογία Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως 1930-1960
(Άρη Δικταίου και Φαίδρου Μπαρλά)
Εκδόσεις:Φέξη, 1961

*
Φωτ: beautyblog.gr

Ετικέτες , , ,

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

178: Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης: Κηφισιά


1909

Τον καιρό εκείνο η Κηφισιά ήταν ένα μικρό, ένα μικροσκοπικό χωριό. Από τον Πλάτανο ως τ' Αλώνια οι ντόπιοι. Από τον Πλάτανο ως το Κεφαλάρι και το Στροφύλι καμιά σαρανταριά, πενήντα το πολύ βίλες — «επαύλεις» στα επισημότερα — όπου ανέβαιναν τον Ιούλιο κάμποσοι Αθηναίοι, λίγο - πολύ πλούσιοι, να ξεκαλοκαιριάσουν, να «παραθερίσουν».

Ο Πλάτανος ήταν και τότε η καρδιά της Κηφισιάς. Από τη μια μεριά κατηφόριζε το Άλσος, όπου έφτανε κάθε μια ώρα το τραίνο από την Αθήνα, φριχτά λαχανιασμένο πάντα. Από την άλλη ορθωνόταν, ανάμεσα σε πεύκα και σε λευκές, το Ξενοδοχείο «του Μελά», το μεγάλο «αριστοκρατικό» ξενοδοχείο. Όλ' αυτά τυλιγμένα στο πράσινο του πεύκου και στο ασημί της λεύκας και μέσ' στη νοτισμένη απόπνοια των φρεσκοποτισμένων κήπων. Μια γαλήνια, ευτυχισμένη γωνιά της γης.
Σ' ένα από τα περιβόλια αυτά, κάποια νύχτα του Αυγούστου, νύχτα φεγγαρόλουστη, κάθονταν και κουβέντιαζαν δυο κυρίες και τρεις κύριοι. Ο καφές μετά το δείπνο, μετά το καλό φαΐ. Ένα νεράκι τρέχει κάπου κοντά κελαρύζοντας. Πότε - πότε περνά στο δρόμο έξω ένα αμαξάκι (όλ' αυτά στο υποκοριστικό), ένα μόνιππο, ταπ - ταπ τα πέταλα — στο χώμα, βέβαια. Και ο γκιώνης πίσω από το σπίτι, στη σκοτεινότερη γωνιά του κήπου, η διπλή φωνή του, ου - ου, ωσάν απάντηση η μια στην άλλη.

από το βιβλίο Δεκατρία χρόνια - Από το 1909 στο 1922
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ.
*
Φωτ: almolibrophotography.blogspot.gr

Ετικέτες , , ,