λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

190. Δημήτρης Καλοκύρης: Καστοριά


Το νόμισμα ή η παραβολή του φεγγαριού

Ένα χέρι που γυρνάει στο πλάι νυσταγμένα, αλλάζοντας προσκέφαλο και ξεγλιστράει τα σκαλοπάτια, ένα σκαμνί που κατρακύλησε στο χώμα και σφαδάζει, σε μια περίπλοκη βροχή, το φινιστρίνι που αγριεύει μέσα στο μάτι του σκοπού, το κέρμα που σφυράει—

Σκέπαζε η Καστοριά μπαίνοντας ο Αράπης.
Ανθρώποι ακουμπησμένοι ανάποδα, χαράζοντας με το βλέμα το λαμπιόνι, μέσα στη βέργα ποπερνάει το σίδερο τσακίζοντας τις λάμψεις απ' τα σπίτια. Εσύ, σ' έν' άλλο δώμα αναδεύεις τον ήχο που γυρεύω, γυρίζοντας το χαραγμένο μάγουλο στο χνούδι και στο άγαλμα, το μαγαζί στον ήλιο—

Ήτανε διλοχία ή Καστοριά κείνα τα χρόνια.
Και κοίταγε απέναντι τα κύματα στ' άλλο σεντόνι. Με τη σκαλίτσα σου γερμένη στην αντικρινή μεριά, πλαγιάζεις τώρα ανάσκελα φουμαίρνοντας τη σάρκα μου (ακουμπησμένα τα γυαλιά στο τραπεζάκι) και κάπου ταξιδεύεσαι, και φεύγεις. Πυρώνουνε τα σύρματα της λάμπας μέσα στην κόχη του ματιού, γυαλίζανε κι οι λάμπες απ' αντικρυνά, όμορφα καθώς έβγαινε από το παραμύθι το τέρας, άνθιζε το αιμάτωμα στην αμασχάλη...

Κυλούσε μες στα όνείρατα της Καστοριάς πνιγμένος από χρόνια ο Αράπης, κι απάνω, ένα άγριο φεγγάρι, κατακίτρινο, επλεγε και στραφτάλιζε στην πόρπη της κοιλιάς σκορπίζοντας ανέμελα, αστραφτερά μαντίλια.

Πέρναγε απ' το δωμάτιο καβάλα και σφυρίζοντας, τσακίζοντας ατέλειωτα του εχθρού μου το μέτωπο με το στριφτό του γιαταγάνι, πλάι στο χτεσινό της πρόσωπο που ταξιδεύει ουρλιάζοντας ανάσκελα στο μαύρο χτύπο, μες σε περίτεχνα βραχιόλια και νομίσματα ενός απέραντου, κατάδικού σου ύπνου. Τα χρόνια που κεντούσα και που κάρφωνα τούτο το πέτρινο φεγγάρι στις γωνιές μου...
________________________________________________________

Ανθρώποι ακουμπησμένοι ανάποδα ή, άλλοι, ανακούρκουδα στο στρώμα, παλεύοντας αγέλαστοι με μια τυραννική αράδα στην εφημερίδα, ύστερα που αφήνεται, και ακουμπάει στο πάτωμα, και γέρνει, και στρέφονται στο πλάι τους, διαβάζοντας, ως το πρωί, την υγρασία του τοίχου...

Πώς ήτανε η Καστοριά κείνα τα χρόνια, ποια ήτανε η καστοριά με το ζεστό αμπέχωνο και τη βαριά ανάσα στο κρεβάτι σου που τριγυρνάει πέρα δώθε πάνω στο σώμα μου παλεύοντας και τυραννώντας τη ζωή μου, που σε κοιτά δαγκώνοντας από την κόψη το μαχαίρι;...

Ένα τοπίο σε μια φοβερή χαραματιά σα βυθισμένο στο στομάχι μου και γέρνει στο κενό να σ' ακουμπήσει, να σ' αδειάσει—

Περνούσαν οι γιατροί της διλοχίας, αντιχαιρετώντας απ' το μύθο τον Αράπη, σα χέρι που γυρνάει ξαφνικά στο πλάι νυσταγμένα, και βούλιαζε στα σπίτια και στα μαγαζιά χαζεύοντας απέραντες στον πυρετό παραλίες, λιακάδες...

Όλα, αλλάζοντας προσκέφαλο (και ξεγλιστράει ξαφνικά στο χώμα και φωνάζει), όλα γίνονται γρήγορα,
γρήγορα που η ώρα δεν περνά
μιλώντας ήσυχα με το φονιά

για το κρύο

Από τo βιβλίο του Δημήτρη Καλοκύρη Τα φανταστικά φουγάρα
Εκδόσεις: Γνώση, 1980
*
Φωτ: flickr.com, από andrewpsih

Ετικέτες , ,

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

189. Ελισάβετ Κομνηνού: Πρέσπες


Πρέσπες

Συνεπαρμένες και απροσπέλαστες
οι Πρέσπες

Πουλιά στολίζουν τη χαραυγή
και τη σιγή

Οι εξηγήσεις και οι δηλώσεις
αποτεφρώσεις

Το αεράκι που κάτι δείχνει
σβήνει τα ίχνη

Από την συλλογή Μωσαϊκό τοπίων και λόγων
Εκδόσεις: Δωδώνη, 1992
*
Φωτ: Πρέσπες, Κορέστια χωριά -
του Kώστα Χατζή, από το flickr.com

Ετικέτες , , , ,

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

188. Νίκος Εγγονόπουλος: Ελμπασάν


Ένα ταξίδι στο Ελμπασσάν

Ι
Σήμερα θα πω ταξιδιωτικές μου εντυπώσεις από την Αλβανίαν. Και, πριν απ' όλα, πρέπει να δηλώσω ότι δεν υπάρχει τίποτες ευκολώτερο, τίποτες απλούστερο, από μια μετάβαση σ' αυτήνα τη χώρα. Όμως, είναι απαραίτητο να προσμένη κανείς, γι' αυτό το σκοπό, τη γιορτή τ' Άι-Γιαννιού, το καλοκαίρι. Μόνο τότες, σα βραδιάξη, ο νοσταλγός των μακρινών τόπων μπορεί, πηδώντας τις φωτιές, να βρεθή σ' όποια πόλη έχει ποτές του επιθυμήσει.

Εγώ, κάποτες, μια μέρα οδυνηρής μοναξιάς, μια μέρα όπου είχα ζήσει μακριά από τα πουλιά, πήδηξα, σα βράδιασε, τις φωτιές που είχαν ανάψει σε μιαν οποιαδήποτε λαϊκή γειτονιά των Αθηνών, με το βαθύ πόθο της Αλβανίας μέσ' στην καρδιά μου. Πήδηξα μια, πήδηξα δυο. Τίποτες. Την τρίτη φορά βρέθηκα απότομα στο Ελμπασσάν.

ΙΙ
Το Ελμπασσάν είναι μία πόλις μεγάλη, όπου μπορώ ναν την περιγράψω λεπτομερέστατα λέγοντας για ένα τραγούδι — σε άγνωστη, βέβαια, γλώσσα — πάνω σε τρεις νότες που επανέρχονται ατέλειωτα, μονότονα, πάντα οι ίδιες, από το πρωί ίσαμε το βράδυ, στη φλογέρα που παίζει ο τυφλός επαίτης στη γωνιά του δρόμου.

Τα σοκάκια — στο Ελμπασσάν — είναι σ' αφάνταστο βαθμό στενά, κι' από κάθε μεριά υψώνονται τοίχοι γυμνοί, θεώρατοι, που φτάνουν κοντά, λες, στον ουρανό. Ούτε βλέπεις πουθενά κανένα πορτί, ούτε βέβαια κάνα κλαδί δέντρου να ξεπερνά.
... ...
Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939)

Από το βιβλίο Νίκος Εγγονόπουλος, Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν * Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής
Εκδόσεις: Ίκαρος, 1966
*
Φωτ: dwgt.net

Ετικέτες , ,